Τρίτη 2 Ιουνίου 2015


 

   Γκαλερί Νόστος

                                                     

   Ανδριάνα-Μαρία Λιάλιου Β2

14ο Γυμνάσιο Θεσ/νίκης

Υπεύθυνη Καθηγήτρια: Αναγνώστου Αθανασία

                                                       Θεσσαλονίκη 2015

               Εξώφυλλο: Από τις "Στέγες του Λονδίνου" του Νίκου Χατζηκυριάκου Γκίκα. Επεξεργασία στο Photoshop

 

"Το δείπνο σερβιρίστηκε κύριε, θέλετε κάτι ακόμη;"

Ο  Τόμας Γούναρης κοίταξε έξω από το μεγάλο μπρούτζινο παράθυρο, "ο καιρός είναι μουντός σήμερα."

"Όπως κάθε μέρα κύριε, το Λονδίνο έχει πάντα θλιμμένο πρόσωπο.  Επιθυμείτε να σας φέρω τίποτα άλλο;" είπε γλυκά η νεαρή καμαριέρα που είχε προσληφθεί το προηγούμενο καλοκαίρι.

"Όχι, ευχαριστώ. Μπορείς να πηγαίνεις"

Η κοπέλα έσκυψε το κεφάλι από σεβασμό και αποχώρησε από το μεγάλο, περιποιημένο καθιστικό.

Ο Τόμας, σηκώθηκε από την βελούδινη πολυθρόνα και έβαλε για τον εαυτό του άλλο ένα "Μπλακ Λέιμπελ". Το συνήθιζε, κάθε βράδυ πριν από το γεύμα του.

Προερχόταν από φτωχή οικογένεια, τέσσερα αδέλφια. Αυτός ήταν ο τρίτος στην σειρά. Κατοικούσαν σε μια γειτονιά κοντά στα κάστρα της Θεσσαλονίκης. Φτωχογειτονιά, παρόλα αυτά ζούσαν ευτυχισμένοι. Όταν ο Θωμάς έγινε δεκαεπτά ετών, αποφάσισε να καλλιεργήσει το ταλέντο του στην γραφή και να γράψει βιβλία. Το πρώτο του βιβλίο εκδόθηκε το έτος 1963 και πήγε εξαιρετικά. Τον βοήθησε βέβαια ο πατέρας του με το κουράγιο και την υποστήριξη που του έδειξε αλλά και με τις οικονομίες που είχε φυλάξει. Ο Θωμάς είχε να το λέει " Όλα τα οφείλω στον πατέρα, αν δεν μου είχε δώσει τα χρήματα να εκδώσω το βιβλίο δεν θα βρισκόμουν εδώ που είμαι." Αργότερα, έγραψε και άλλα βιβλία. Την μία επιτυχία μετά την άλλη. Όταν οι γονείς του σκοτώθηκαν από αυτοκινητιστικό δυστύχημα, τα αδέρφια χωρίστηκαν. Ο Θωμάς, πήγε να μείνει στα προάστια του Λονδίνου. Πλούσιος πια, ανύπαντρος, χωρίς παιδιά κατοικούσε μόνος σε μία τεράστια έπαυλη.

"Κύριε, μην ξεχάσετε την έκθεση ζωγραφικής του κύριου Γουίλιαμ αύριο το απόγευμα".

Ο Τόμας έγνεψε καταφατικά και κοίταξε στο παράθυρο πίνοντας μια γουλιά από το ποτό του.

______________________________

 

 Βγήκε από το σπίτι του, πράγμα που δεν συνήθιζε. Ένιωσε την υγρασία σε όλο του το κορμί, ανατρίχιασε. Στο αυτοκίνητο, κοιτούσε από το παράθυρο. Το Λονδίνο είχε αλλάξει, το είχε αντιληφθεί από την προηγούμενη έξοδο του, πριν περίπου ένα μήνα. Το αυτοκίνητο φρέναρε απότομα και σταμάτησε μπροστά από ένα μεγάλο επιβλητικό κτίριο βαμμένο με ένα μπορντό χρώμα που θύμισε στον Τόμας κεράσια που έτρωγε μικρός. Κοίταξε ψηλά. Στην είσοδο του κτηρίου υπήρχε η επιγραφή: Nostos Gallery.

"Περίμενε με εδώ, δεν θα αργήσω." είπε στον οδηγό.

"Μάλιστα κύριε."

Ο άντρας βγήκε από το ακριβό αυτοκίνητο και έσπρωξε τις γυάλινες πόρτες του κτιρίου. Είχε να δει τον Γουίλιαμ από πρόπερσι τον Νοέμβριο. "Δεν βαριέσαι, το ίδιο γεροντάκι θα έχει μείνει" σκέφτηκε. Δεν τον συμπαθούσε. Θυμόταν πως πάντα τον ανταγωνίζονταν " Εσύ Τόμας, έγραψες τίποτα τελευταίο ή έχασες την έμπνευση σου με τα χρόνια;" Και μετά άρχιζε να γελάει σαρκαστικά και δυνατά ώσπου τον άκουγαν όλα τα γειτονικά σπίτια.

Η αίθουσα ήταν γεμάτη όπως πάντα. Άνθρωποι της καλής κοινωνίας και αριστοκράτισσες με λαμπερά φορέματα περιφέρονταν, μιλούσαν, γελούσαν.

"Τόμας!" ακούστηκε μια βραχνή φωνή από την πόρτα.

Ο άντρας γύρισε και αντίκρισε τον Γουίλιαμ. Είχε παραμείνει ίδιος. Κοντός, αδύνατος και καχεκτικός, αλλά με σπινθηροβόλο βλέμμα που άστραφτε από εξυπνάδα.

"Γουίλιαμ." είπε ο Τόμας με όσο περισσότερο ενθουσιασμό μπορούσε.

" Σ' ευχαριστώ θερμά που ήρθες στην έκθεση μου, η αλήθεια είναι ότι δεν σε περίμενα." είπε και συνέχισε δυνατά τώρα να μιλάει σε όλα εκείνα τα γνωστά-άγνωστα  πρόσωπα που έβλεπε κάθε φορά σε κάθε γκαλερί του "κυρίου Γουίλιαμ", όπως έλεγε ειρωνικά, αλλά δεν τα γνώριζε. Αφού ξερόβηξε μια δυο φορές ο ζωγράφος είπε "Κύριοι, κυρίες, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω που με τιμήσατε με την παρουσία σας για άλλη μια φορά.

Σας είμαι ευγνώμων που με στηρίζετε επανειλημμένα και βρίσκεστε κοντά μου σε κάθε μου καινούρια έκθεση. Αλλά ας μην καθυστερώ. Φέτος, επέλεξα να κινηθώ με διαφορετικό τρόπο. Δεξιά και αριστερά σας υπάρχουν θεματικές αίθουσες με αντίστοιχα έργα μου. Κάθε αίθουσα περιέχει πίνακες που απεικονίζουν συγκεκριμένες τοποθεσίες, Βενετία, Βέρνη, Παρίσι, Θεσσαλονίκη."

Το βλέμμα του Τόμας άστραψε, "Θεσσαλονίκη!" σκέφτηκε, και αφού τελείωσε ο καθιερωμένος λόγος του Γουίλιαμ, βάλθηκε να πλησιάζει με γοργά βήματα 'Την αίθουσα της Θεσσαλονίκης'.

Μπήκε στο δωμάτιο. Ένας χώρος, μεγάλος ίσα με το καθιστικό του Τόμας. Κάτω, στρωμένο ένα παχύ βαθύ μπλε περσικό χαλί και πίνακες διαφόρων μεγεθών στερεωμένοι στον λευκό τοίχο σε ίση απόσταση μεταξύ τους.  

Ο άντρας πλησίασε τον πρώτο πίνακα. Απεικόνιζε μια γειτονιά στα κάστρα της Θεσσαλονίκης, κοντά στον Άγιο Νικόλαο τον Ορφανό. "Και όμως, θα ορκιζόμουν πως αυτή η γειτονιά μου είναι γνώριμη" είπε ο Τόμας και το πρόσωπο του αμέσως έλαμψε. Τα ζωηρά χρώματα σαν να ξεκόλλησαν από τον πίνακα και έπιασαν τον Τόμας από το χέρι.

"Εγώ λέω να βάλουμε τον Θωμά να πάει να πάρει την μπάλα."

"Τι λες βρε; Επειδή εσένα σου ήρθε όρεξη για 'καντήλα', θα στείλεις εμένα; Εγώ στον κήπο αυτής της μάγισσας δεν πάω."

"Ο μπαμπάς μού είπε πως η κυρία Γερακίνα είναι κατά βάθος καλή."

"Ναι, κατά πολύ βάθος. Αν βγάλουμε την γαμψή της μύτη, τις κρεατοελιές της που γεμίζουν βαρέλι κρασί, και τα τεράστια ζαρωμένα χέρια της, θα είναι συμπαθητική."

Τα αγόρια γέλασαν δυνατά."Λοιπόν, τι θα κάνουμε; Ποιος θα πάει να πάρει την μπάλα;"

"Ο Θωμάς!" είπαν όλα τα παιδιά. Το αγόρι τσατισμένο έτρεξε στον φράχτη του κήπου."Αν με δει η μάνα πέθανα." ψιθύρισε. Σήκωσε το πόδι του και άρχισε να σκαρφαλώνει τον ψηλό ξύλινο φράχτη. Την στιγμή εκείνη βγήκε στο παράθυρο η μητέρα του να τινάξει την μαντήλα της.

"Θωμά!" φώναξε δυνατά.

Ο Τόμας ανοιγόκλεισε τα μάτια του, χαμογέλασε.

 "Ένα μήνα τιμωρίας είχα φάει" μονολόγησε. Προχώρησε στον επόμενο πίνακα με περισσότερη όρεξη αυτήν την φορά.

"Σέιχ Σου" διάβασε ο Τόμας τον τίτλο του έργο και μειδίασε. "Αχ, τι παιχνίδια ,τι γέλια" σκέφτηκε. Πρόσεξε καλύτερα τον πίνακα. Ένιωσε λες και ήθελε να του πει κάτι ένα μικρό έλατο που ήταν ζωγραφισμένο σε μια γωνιά. Πλησίασε.

Τελικά ήρθε η μέρα. Εκείνη η μέρα που τόσο λαχταρούσε ο Θωμάς. Θα πήγαιναν οικογενειακώς στο Δάσος. "Μα ποιο δάσος μαμά; Έχει η πόλη δάσος;" Είπε μόλις πρωτοάκουσε την ιδέα των γονιών του.

"Σέιχ Σου.  Έτσι το λένε."

Αυτό ήταν. Το μικρό αγόρι δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του, το Σέιχ Σου  και την εκδρομή που θα πήγαιναν όλοι μαζί. Και τελικά ήρθε η μέρα. Η πολυπόθητη εκείνη μέρα.

"Θωμά, βιάσου φεύγουμε". Φώναξε ο πατέρας. Το αγόρι εμφανίστηκε στην πόρτα. Ξεκίνησαν. Όλα τα αδέρφια, περπατούσαν. Όλοι με τα καλά τους. Σαν γιορτή!

Έφτασαν. Ο Θωμάς έμεινε να κοιτάει. Δεν χόρταινε να βλέπει όλη εκείνη την πρασινάδα που υπήρχε γύρω του. Έτρεξε. Γέλια, τραγούδια, παιχνίδια, φωνές. Ήταν όλα υπέροχα. " Εύχομαι να μην τελειώσει ποτέ αυτή η μέρα!" Φώναξε το μικρό αγόρι δυνατά.

Ο Τόμας δάκρυσε. "Ναι, σ' αυτό το δάσος είχαμε πάει, το θυμάμαι." μουρμούρισε νοσταλγικά.

O μεσήλικας άντρας προχώρησε στον επόμενο πίνακα με το χαμόγελο πλέον ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του. Κοίταξε τον πίνακα. Αυτή την φορά ήταν πολύ μεγάλος, έπιανε σχεδόν τον μισό τοίχο. Ο Τόμας πρόσεξε τον τίτλο, "Κυριακάτικος Πύργος". Το έργο απεικόνιζε τον Λευκό Πύργο, την Κυριακή, όπου έσφυζε από ζωή και κοσμοσυρροή. Κυρίες με καπέλα και  τσάντες, καροτσάκια με τα μωρά τους, παιδιά με μπαλόνια, λουλουδάδες, και σαλεπτσήδες, πλανόδιοι μικροπωλητές, ηλικιωμένοι και μη, σουλατσάρανε έξω από το έμβλημα της Θεσσαλονίκης. Μιλούσαν, γελούσαν, φώναζαν. Ο Τόμας έσκυψε πάνω από το έργο και ψιθύρισε κάτι σε ένα παιδάκι.

"Γεια! Με λένε Θωμά, θες να παίξουμε μαζί; Έχω φέρει και την μπάλα μαζί μου. Αν θες παίζουμε ποδόσφαιρο."

"Γεια σου! Είμαι ο Σπύρος. Εντάξει, ένα λεπτό να πω και στα αδέλφια μου να έρθουν ."

Σουρούπωνε. "Μαμά, να πηγαίνουμε κάθε μέρα εκεί, ακόμα και όταν μεγαλώσω, θέλω να πηγαίνουμε εκεί. Στον Λευκό Πύργο. Εκεί."

                                           ________________

"Κύριε Τόμας, η γκαλερί κλείνει σε δύο λεπτά." Οι θύμησες δεκαετιών, έσβησαν μαζί με τα πρώτα φώτα του διαδρόμου. Ο άντρας εγκατέλειψε την αίθουσα αργά.